-
1 σφυρήλατος
2 of statues, opp. to those of cast metal ( χωνευτά (, εἰκὼ χρυσέην σ. ἐποιήσατο Hdt.7.69
; Παλλὰς χρυσῆ ς. AP14.2, cf. Str.8.6.20, D.S.18.26, etc.;σ. οἷα κολοσσός Theoc.22.47
, cf. Epigr. ap. Phot. s.v. Κυψελιδῶν ἀνάθημα; σ. ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Pl.Phdr. 236b.II metaph., wrought as of iron,σ. ἀνάγκαι Pi.Fr. 207
;σ. φιλία Plu.2.65b
; σ. νοῦς, like Homer's πυκινὸς νόος, ib.408e,511b;σ. λόγος Luc.Dem.Enc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρήλατος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский